βιοποριστικός

βιοποριστικός
η , ό[ν] дающий средства к существованию;

βιοποριστικόςό επάγγελμα — профессия, дающая средства к существованию


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βιοποριστικός" в других словарях:

  • βιοποριστικός — ή, ό ο σχετικός με τον βιοπορισμό …   Dictionary of Greek

  • βιοποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βιοπορισμό: Τα νέαφορολογικά μέτρα πλήττουν τα βιοποριστικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»